- κρεοσόλη
- ηβλ. κρεσόλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεσόλη — Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ… … Dictionary of Greek